Στο Βερολίνο νιώθεις ελεύθερος να κυκλοφορήσεις όπως θέλεις. Κανένας δεν θα γυρίσει να σε κοιτάξει παράξενα ό,τι κι αν φορέσεις πάνω σου. Κι από φαγητό; Καντίνες, καφέ, εστιατόρια και μπαρ υπάρχουν παντού σε κάθε γειτονιά, όλες τις ώρες της ημέρας. Στο κέντρο, στο απόκεντρο, στις υπόγειες στάσεις του μετρό, παντού. Μαγαζιά ντιζαϊνάτα, κομψά, λιγότερο κομψά, έθνικ, μεσογειακά, ψυχρά, ζεστά, με αισθητική υψηλή, hipster ή «ότι να ’ναι» που όμως έχουν τέτοια γοητεία που σε κερδίζουν με τη μία. Ένα τέτοιο hipster-ομάγαζο είναι και το Roamers στο Neukölln.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, πετάχτηκα στο Βερολίνο –στην κυριολεξία- για δυο μέρες μόνο, να δω έστω για λίγο την κόρη μου. Όχι δεν είμαι η μαμά που γεμίζει και στέλνει δέματα με φαγητά και καλούδια, ποτέ δεν ήμουν. Ξέρει να μαγειρεύει η ίδια άλλωστε, αλλά όταν πηγαίνω εκεί, είμαι εγώ συνήθως αυτή που μαγειρεύει, ξεκινώντας να φτιάχνω ελληνικούς καφέδες κι ομελέτες με το καλημέρα ή λίγο πριν. Αυτή τη φορά μόνο μελομακάρονα και κουραμπιέδες έφτιαξα, αλλά όταν είπα να ετοιμάσω πρωινό η θυγατέρα επέμενε: «Μη φτιάξεις τίποτα. Πάμε να μας περιποιηθούνε σήμερα. Θέλω να σε πάω κάπου που μου αρέσει πολύ και δεν αρέσει στα αγόρια. Ένα τετράγωνο μετά το σπίτι είναι. Κερνάω εγώ!» Η Λίλιαν μένει στο Neukölln, μια multi culti γειτονιά και το μαγαζί που με πήγε λέγεται Roamers που θα πει περιπλανώμενοι. «Παρασκευή πρωί αποκλείεται να έχει κόσμο, επέμενε. Σαββατοκύριακα περιμένεις με τις ώρες να έρθει η σειρά σου για να καθίσεις». Τη χάνεις τέτοια ευκαιρία;
Η ταμπέλα «please wait to be seated» με έβαλε σε υποψίες μόλις φτάσαμε. Βάσιμες, αλλά τελικά προλάβαμε στο τσακ. Ήμασταν 2 και μας έβαλαν να καθίσουμε αμέσως σχεδόν στο μοναδικό μεγάλο τραπέζι του μαγαζιού που χωρούσε 7 άτομα, μαζί με 4 άτομα που κάθονταν ήδη κι ένα σκυλάκι στην αγκαλιά μιας κοπέλας. Εγώ απόρησα αλλά η κόρη με μάλωσε: «μην κοιτάς έτσι!» Μα είναι δίπλα μου θα μου φάει το φαί απ’ το πιάτο, διαμαρτυρήθηκα. Μάταια… Τα υπόλοιπα τραπέζια ήταν των 2 ή των 4 ατόμων. 20 καρέκλες όλες κι όλες ποιος να πρωτοκαθίσει; Σε λίγο μαζεύτηκαν 5-6 άτομα έξω από το μαγαζί να περιμένουν μες στο κρύο «to be seated» από την κοπέλα του μπαρ που μπαινόβγαινε κάθε λίγο και λιγάκι. Η ατμόσφαιρα ζεστή, η μουσική υπέροχη, οι θαμώνες και οι εργαζόμενοι νέοι άνθρωποι, αλλά και κάποιοι μεσήλικες. Όχι, δεν ήμουν εγώ που ανέβασα το μέσο όρο ηλικίας, να τα λέμε κι αυτά.
Περιμένοντας να μας πάρουν παραγγελία -δεν ήρθαν κι αμέσως, κανένας δεν έχει πρόβλημα στη Γερμανία να περιμένει αν πρόκειται για κάτι καλό, με ενημερώνει η κόρη- πήρα το χρόνο μου να παρατηρήσω γύρω μου το χώρο. Ψηλοτάβανος, χαλαρός με ταβάνι σκεπασμένο με σανίδες και πάτωμα στο χρώμα της γης. Με τοίχους που είχαν βαφτεί κάποτε στο χρώμα της μέντας – πριν κάμποσα χρόνια για να είμαι ειλικρινής, και στόλιζαν κέρατα ζώων, σημαίες, σκοινιά, κασπό με κρόσσια και διάφορα αντικείμενα τοποθετημένα σε ξύλινα ράφια. Μπόλικες πρασινάδες κρέμονταν από ολούθε, ένα μπαρ από φυσικό ξύλο που έπιανε το μισό χώρο της μικρής σάλας. Τα τραπέζια είχαν μια κάποια συνάφεια μεταξύ τους, όμως οι καρέκλες ήταν πέρα για πέρα παράταιρες. Αυτό δεν ενδιέφερε κανένα κι όλοι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι…
Μας έφεραν 2 ποτήρια άδεια στο τραπέζι κι η Λίλιαν έσπευσε να τα γεμίσει νερό από μια μεγάλη γυάλα με βρυσάκι μέσα στο οποίο κολυμπούσαν μέντες κι αγγούρια. Ωραίο! Η κοπέλα του μπαρ μας ετοίμασε και μας έφερε τους καφέδες. Ωστόσο το φαγητό μας σέρβιρε αρκετή ώρα μετά ένα ευγενικό κατάξανθο αγόρι με μαύρη στολή, όπως αυτή που φορούσαν και τα υπόλοιπα παιδιά της κουζίνας. Στο τραπέζι υπήρχε ένα καλάθι με μαχαιροπίρουνα και πήραμε μόνοι μας από ένα. Πιάτα είχαν μόνο τα φλιτζάνια του καφέ. Εκεί όλα σερβίρονται σε μικρές ξύλινες επιφάνειες και δίσκους ντυμένα με λαδόκολλα πάντα. Εγώ παρήγγειλα αβγά μάτια με ντοματίνια και αβοκάντο, η Λίλιαν σάντουιτς με παντζάρια και κατσικίσιο τυρί. Ο πλαστικός δίσκος που μου έφεραν ήταν μεγαλούτσικος, ντυμένος με λαδόκολλα και περιείχε τα δυο αβγά μάτια στη μια μεριά πασπαλισμένα με μαυροσούσαμο, ολόδροση πράσινη σαλάτα με βρασμένα ρεβίθια στην άλλη, μερικά γλασαρισμένα ντοματίνια, μερικές φλούδες αβοκάντο εδώ, μια κουταλιά χούμους εκεί, μια μεγάλη φέτα ωραίο χωριάτικο ψωμί. Ζωγραφιά!
Το τριώροφο σάντουιτς της Λίλιαν με παντζάρι, ρόκα και κατσικίσιο κορμό ισορροπούσε μετά βίας πάνω στη μικρή ξύλινη επιφάνεια κι αν δεν ήταν ο δικός μου δίσκος να φιλοξενήσει τον τελευταίο όροφο, το σκυλάκι της διπλανής θα έκανε ακόμη μεγαλύτερη χαρά τρώγοντας από το πάτωμα ότι έπεσε, γιατί θα έπεφτε ολόκληρο φοβάμαι… Όλα νόστιμα, από καλές πρώτες ύλες, βιολογικές οι περισσότερες. Το κέικ καρότου με την επικάλυψη από τυρί κρέμα ήρθε τελευταίο και δεν ήταν μόνο χάρμα οφθαλμών, αλλά και πεντανόστιμο, διώροφο με χριστουγεννιάτικη διακόσμηση που δημιουργούσαν φουντίτσες από θυμάρι και κόκκινα φρούτα, όλα πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη. Ο λογαριασμός ήταν κάτι λιγότερο από 30 ευρώ. Το φαγητό και ο καφές πολύ εντάξει κι εγώ για μια ακόμη φορά κατάλαβα πως το ακριβό κουβέρ, οι διακοσμητές και τα ντεκόρ δεν είναι υποχρεωτικά τα υλικά που κάνουν την επιτυχία σε ένα μαγαζί, αλλά η ποιότητα, το στιλ ακόμα και στο σέρβις, οι άνθρωποι!
Πληροφορίες: Pannierstraße 64, 12043 Berlin